Το παραμύθι ενός ορθόδοξου τρόπου σκέψης

Μέρος Πρώτο

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια μέτρια  επιστήμονας, ολίγον φυγόπονη, αλλά κατέχουσα τις απαραίτητες προσβάσεις, ώστε να καταφέρει να διοριστεί σύμβουλος σε μια επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εκεί λοιπόν δεν χρειάζονταν να δουλεύει πολύ, διότι δεν είχε σημασία το αν είσαι παραγωγικός  (το γιατί αυτό δεν είχε σημασία, είναι το θέμα άλλου παραμυθιού), όπως επίσης δεν χρειάζονταν να γυαλίζει τα βέλη στη φαρέτρα της (aka επικαιροποίηση γνώσεων) τακτικά ή μπορεί και σχεδόν ποτέ, διότι δεν είχε σημασία ούτε το να είσαι αποτελεσματικός. Παρά τις χαλαρές απαιτήσεις της εργασίας της, αμείβονταν πλουσιοπάροχα, σε σύγκριση με άλλους συναδέφλους της, ιδίως αυτούς που αφελώς πίστεψαν ότι στην πιάτσα θα έπιαναν την καλή, έστω και με μεγάλη προσπάθεια. Η χαλαρότητα της εργασίας της - που ουδόλως συνάδει με το αντικείμενο της - και οι πλούσιες αμοιβές της, της έδιναν τη δυνατότητα να διάγει μια άνετη ζωή, αλλά κατεδεικνύαν το προφανές, ήτοι ότι δεν άξιζε τις απολαβές και ότι εν ολίγοις ζούσε σχεδόν παρασιτικά σε βάρος αυτών που άμεσα ή έμμεσα την πλήρωναν. 

Όταν, κάποια ημέρα, τα οικονομικά δεδομένα ιδίως αυτών που εμμέσως την πλήρωναν, ήτοι των φορολογουμένων, ζορίστηκαν, τότε έγινε στόχος, διότι αποκαλύφθηκε το προφανές, ήτοι ότι πληρώνονταν πολλά και απέφερε / άξιζε λίγα. Υπό την επήρεια λοιπόν του self interest (βασικός συμπαντικός νόμος, αν θέλετε την άποψη μου), το οποίο πάντα βοηθά η κοντόφθαλμη οπτική και η εγκεφαλική μπουγάδα, οι φορολογούμενοι άρχισαν να πιστεύουν - ή να "πείθονται" - ότι θα ήταν ωφέλιμο, να την απολύσουν και, μαζί με εκείνη, όλους τους παρόμοιους κηφήνες, διότι σε αυτή την περίπτωση, θα εξοικονομούνταν χρήματα και θα εξυγιαίνονταν η παραπαίουσα (θανούσα, αν πάλι θέλετε τη γνώμη μου) οικονομία. 

Έτσι, λοιπόν, ένα μαύρο πρωινό, απελύθησαν όλοι οι κηφήνες του ευρύτερου δημόσιου τομέα (παρά τις φωνές που ήθελαν να απολυθεί αδιακρίτως τουλάχιστον το 50% των  δημοσίων υπαλλήλων, είτε ήταν κηφήνες ή όχι, διότι εν τέλει υπερίσχυσαν οι φωνές της "λογικής" που ήθελαν να απολυθούν μόνο όσοι δεν ήταν χρήσιμοι ή παραγωγικοί). Χωρίς μισθό, άρα χωρίς εισόδημα, αυτοί οι απολυμένοι έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να επιβιώσουν. Κατέληξαν λοιπόν να αναζητήσουν εργασία στην ελεύθερη αγορά, η οποία όμως έτσι κατακλύστηκε από την υπερ-προσφορά. Η υπερ-προσφορά αυτή λοιπόν, άρχισε να βάζει πονηρές ιδέες σε κάποιους που σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να πείσουν τους δικούς τους εργαζόμενους ότι θα πρέπει να εργάζονται με λιγότερα χρήματα, για το καλό της ανταγωνιστικότητας πάντα, αλλιώς θα έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος, π.χ. να προσληφθούν άλλοι που η ανελαστική δαπάνη μισθοδοσίας τους θα ήταν μικρότερη (και δόξα σε όποιον θεό κι αν πιστεύει κανείς, υπήρχαν αρκετοί στην αγορά). Κάπως έτσι,  κάποιοι απολυμένοι βρήκαν δουλειά, αλλά με πολύ λιγότερα χρήματα σε σύγκριση με όσα έπαιρναν αυτοί τους οποίους αντικατέστησαν (σε σύγκριση με όσα έπαιρναν εκείνοι πριν απολυθούν, χαίρε βάθος αμέτρητο), αλλά άρχισαν να μειώνονται και οι απολαβές των ήδη εργαζομένων, προκειμένου να μην αντικατασταθούν. Παράλληλα, όμως οι απολυμένοι - πρώην κηφήνες - δεν είχαν πια τα οικονομικά μέσα να διατηρήσουν όχι μόνο το βιοτικό επίπεδο που είχαν πριν την απόλυση τους,, αλλά  ούτε να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους, πολύ περισσότερο λοιπόν δεν είχαν την οικονομική άνεση να κάνουν τις αγορές που έκαναν πριν. Άρχισε λοιπόν να επηρεάζεται το εμπόριο, που είδε να χάνονται υποψήφιοι αγοραστές και συνεπώς χρήμα. Οι  εργαζόμενοι συνάδελφοι των πρώην κηφήνων, όμως, έχασαν και αυτοί χρήματα, διότι εξαναγκάστηκαν να αποδεχθούν μειώσεις των απολαβών τους και συνεπώς αναγκάστηκαν να ξοδεύουν λιγότερα σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα ένα ακόμη πλήγμα στο εμπόριο.

Από εκεί λοιπόν που όλοι ήλπιζαν ότι θα εξοικονομηθούν χρήματα, ξαφνικά δημιουργήθηκε ένα νέο μέτωπο οικονομικής δυσπραγίας, το οποίο σταδιακά και προϊόντος του χρόνου, άρχισε να επηρεάζει , με τη μορφή ντόμινο, περισσότερες μορφές δραστηριότητας, ώσπου στο τέλος κανείς δεν έμεινε εκτός του θανατηφόρου κύκλου. 

Τότε ήταν που άρχισαν οι  δεύτερες σκέψεις... Ήταν τελικά αποτελεσματική και τελέσφορη η απόλυση των κηφήνων; Στους εκφραζόμενους ενδοιασμούς, υπήρχε πάντα η καταλυτική απάντηση : Τουλάχιστον γλυτώσαμε ένα σκασμό λεφτά που τους δίναμε. Ομολογουμένως, ήταν δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι όντως εξοικονομήθηκαν τα χρήματα που έπαιρναν σε απολαβές. Κάποιοι όμως άρχισαν να ρωτούν που πήγαν τα χρήματα που εξοινονομήθηκαν και αν διατέθηκαν υπέρ των φορολογουμένων. Ξεκίνησε τότε μια μεγάλη συζήτηση, κυρίως σε δημόσιο επίπεδο (του τύπου "το είπε η τηλεόραση") στην οποία αναπτύχθηκαν αδιάψευστες "αλήθειες", όπως ότι στην οικονομική συγκυρία που απαίτησε την απόλυση των κηφήνων, τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν δεν  είναι εφικτό να διατεθούν υπέρ των φορολογουμένων, αλλά έπρεπε να διατεθούν για την αποπληρωμή συσσωρευμένων χρεών. Κάποιοι αγανακτισμένοι φορολογούμενοι άρχισαν να διαμαρτύρονται διότι ούτε από τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν ωφελήθηκαν, ούτε τα χρήματα αυτά βοήθησαν για να βελτιωθεί η γενικότερη οικονομική κατάσταση, αλλά αντίθετα η αγορά ασφυκτιούσε περισσότερο, ενώ τέλος, οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούσαν - όπως πάντα - τώρα όμως από έλλειψη προσωπικού.

Τίποτα δεν φαινόταν να παίρνει καλύτερο δρόμο και έτσι οι διαμαρτυρίες ολοένα αυξάνονταν, για να έρχεται πάντα η απάντηση ότι σε λίγο οι θυσίες θα αρχίσουν να αποδίδουν και η κατάσταση θα βελτιωθεί. Έτσι όλοι συνέχισαν να κάνουν υπομονή.

Μέρος Δεύτερο

Η κοινωνία συνέχιζε να προσπαθεί να ανέβει την ανηφόρα, φορτωμένη με όλα τα βάρη που της έριξαν η νοοτροπία της, αλλά και η απληστία κάποιων. Μετά το οικονομικό πλήγμα των απολύσεων, όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους και τις ελπίδες τους στην ανάκαμψη των κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων. Ούτε όμως από εκεί ερχόταν φως. Οι διάφοροι κρατικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις, παρότι κατάφεραν να απαλλαχθούν από τα βαρίδια των προνομιακών εργαζομένων - κηφήνων δεν έδειχναν σημεία ανάκαμψης, ούτε έγιναν πιο παραγωγικοί και κερδοφόροι. Αντίθετα, συνέχιζαν να αιμορραγούν οικονομικά, οπότε προτάθηκε ως μόνη λύση, ως ultimum refugium(;),  να πωληθούν σε ιδιώτες, μήπως εκείνοι είχαν ... καλύτερη τύχη στην εξυγίανση τους και στην κερδοφορία τους. Πέραν τούτου, κυκλοφορούσε ευρέως το επιχείρημα ότι με το τίμημα των πωλήσεων, θα μπορούσαν να ελαφρυνθούν τα βάρη που είχε επωμιστεί, θέλοντας και μη, η κοινωνία.  Έτσι, λοιπόν πωλήθηκαν, σχετικά εύκολα δεδομένης της προηγούμενης μείωσης του προσωπικού τους, πολλοί κρατικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις, με "μπροστάρηδες" όσους κατείχαν ή εκμεταλλεύονταν φυσικό πλούτο ή υποδομές της χώρας.

Η επί σκοπό κέρδους διαχείριση των πρώην κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στα προϊόντα  ή τις υπηρεσίες τους. Λαμβάνοντας  όμως υπόψη ότι ανάμεσα στους εκποιηθέντες - πρώην - κρατικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις συμπεριλαμβάνονταν οι πάροχοι προϊόντων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας - όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, οι συγκοινωνίες,  παρατηρήθηκε το φαινόμενο ένα μέρος της κοινωνίας να αποκοπεί από αυτές τις παροχές, αδυνατώντας να πληρώσει το τίμημα τους. 

Επιπλέον όμως, σταδιακά οι αυξήσεις αυτές άρχισαν να περνούν και στις τιμές άλλων προϊόντων, αφού η αύξηση π.χ. της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, αύξησε αντίστοιχα το κόστος παραγωγής τροφίμων. Σιγά σιγά λοιπόν μια μερίδα της κοινωνίας άρχισε να αποκόπτεται, για οικονομικούς λόγους, και από άλλα αγαθά, πολλά εκ των οποίων αφορούσαν στην κάλυψη βασικών αναγκών. Με την καλπάζουσα ανεργία, όλο και περισσότερο άνθρωποι σπρώχνονταν πέρα από την κόκκινη γραμμή της φτώχειας και οι κοινωνικές αδικίες άρχισαν να γίνονται απειλητικές για την ενότητα του κοινωνικού ιστού.
Από την άλλη πλευρά, για μια ακόμη φορά το όποιο κέρδος υπήρξε από τις πωλήσεις των κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων διοχετεύθηκε για την αποπληρωμή συσωρρευμένων χρεών και εξανεμίστηκε προτού φτάσει στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, αν υποθέσουμε ότι υπήρχε πρόθεση διάχυσης του στην κοινωνία. 

Στον θανατηφόρο όμως φαύλο κύκλο της ύφεσης, εισήλθαν πλέον κοινωνικά στρώματα που ούτε μπορούσαν να διανοηθούν ότι η τύχη τους επεφύλασσε τέτοια μεταχείριση. Οι παραγωγικές μονάδες και ιδίως αυτές που απευθύνονταν για την πώληση των προϊόντων τους στους  εσωτερικούς καταναλωτές, άρχισαν να βλέπουν το κόστος της παραγωγής να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο και να είναι για το λόγο αυτό υποχρεωμένοι,  ακόμη και αφότου μείωσαν τα περιθώρια κέρδους τους, να αυξήσουν την  τιμή του προϊόντος τους, με αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι καταναλωτές να μπορούν να το αγοράσουν. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις είχαν να συναγωνιστούν πολυεθνικές εταιρείες, με τεράστια κεφαλαιακή βάση από πίσω τους, πρόσβαση και σε άλλες αγορές και κόστος παραγωγής μειωμένο εξαιτίας της μεταφοράς των παραγωγικών δομών τους σε χώρες με χαμηλά αμοιβόμενη εργασία. Μη βλέποντας λοιπόν άλλοι λύση για τη συγκράτηση του κόστους των προϊόντων τους, οι εγχώριες επιχειρήσεις άρχισαν λοιπόν να πιέζουν για ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και κατάργηση των όποιων προστατευτικών διατάξεων υπήρχαν.

Το αίτημα τους ικανοποιήθηκε, με την ανοχή και της κοινωνίας, η οποία παραπαίοντας ανάμεσα στην απελπισία και στο φόβο, αποδεχόταν πλέον σχεδόν τα πάντα. Για μια ακόμη φορά, το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ήταν μεγαλύτερο από αυτό που θεωρητικά επιλύθηκε, καθόσον ένα νέο κύμα ανεργίας κτύπησε την κοινωνία, αυξάνοντας κατακόρυφα των αριθμών των ανέργων και συνεπώς των στερούμενων εισοδήματος. Χωρίς εισόδημα, ή με πενιχρό τέτοιο, και αυτό υπό το κράτος της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, όλο και λιγότεροι καταναλωτές μπορούσαν να αγοράσουν τα προϊόντα της τοπικής βιομηχανίας, η οποία αντί να δει ανάκαμψη βυθίστηκε περαιτέρω στην ύφεση. Έτσι αρκετές παραγωγικές μονάδες έκλεισαν ή πτώχευσαν αδυνατώντας πλέον να ανταπεξέλθουν στα νέα οικονομικά δεδομένα, πυροδοτώντας ακόμη υψηλότερη ανεργεία και φτώχεια.

Μέρος Τρίτο - τελευταίο

Η εθνική οικονομία συνέχιζε να αιμορραγεί και να χάνει έσοδα, ιδίως ενόψει της αδυναμίας μεγάλης μερίδας των πολιτών να ανταπεξέλθουν στις φορολογικές υποχρεώσεις τους, εξαιτίας της απώλειας της εργασίας τους. Με λιγότερα κρατικά έσοδα, και με σχεδόν τις ίδιες υποχρεώσεις αποπληρωμής συσωρρευμένων χρεών, κατέστη πρακτικά ανέφικτο να εξακολουθηθεί η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, όπως νοσοκομειακή περίθαλψη και παιδεία. Άρχισαν λοιπόν οι περικοπές των κονδυλίων, που είχαν άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και σε αυτή την ίδια την ύπαρξη τους. Τα νοσοκομεία δεν μπορούσαν να περιθάλψουν το σύνολο των ασθενών, ελλείψει απαραίτητων υποδομών σε μηχανήματα και υλικά. Αντίστοιχα, τα σχολεία δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ομαλά, αφού, ελλείψει χρημάτων ,έμεναν κενές οι θέσεις δασκάλων και καθηγητών. 

Και σε αυτή την περίπτωση, κάποιοι είδαν την ιδιωτική πρωτοβουλία ως σανίδα σωτηρίας. Εκπονήθηκε λοιπόν ένα πρόγραμμα παροχής κουπονιών, τα οποία δικαιούνταν οι οικονομικά ασθενέστεροι πολίτες και τα οποία μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να κάνουν χρήση των ιδιωτικών υπηρεσιών στην υγεία και στην εκπαίδευση. Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίχθηκε ότι όλοι οι πολίτες μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην υγεία και στην εκπαίδευση, ακόμη και αυτοί που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα. Κατά την εφαρμογή όμως αυτού του συστήματος, αποδείχθηκε ότι οι πολίτες που χρησιμοποιούσαν τα κουπόνια αντιμετωπίζονταν ως β' διαλογής και δεν ετύγχαναν της καλύτερης μεταχείρισης. Πέραν όμως αυτού, όμως, παρότι κάποιοι είχαν υποστηρίξει ότι ήταν καλύτερο από το ολότελα, προϊόντος του χρόνου διαπιστώθηκε ότι το κράτος αναγκαζόνταν να εκταμιεύσει μεγαλύτερα ποσά για την παροχή κουπονιών, από όσα θα έπρεπε να εκταμιεύει αν διατηρούσε ένα μίνιμουμ παροχών.

Το πρόβλημα διογκώθηκε όμως όταν κάποιοι πολίτες - οι οποίοι δεν ήταν ακριβώς οικονομικά ασθενείς, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είχαν τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο ή να νοσηλευθούν σε ιδιωτικό νοσοκομείο - βρέθηκαν χωρίς σχολείο να μπορεί να φοιτήσει το παιδί τους, ή χωρίς νοσοκομείο να τους παράσχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σε αυτή την περίπτωση, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, διότι ούτε κουπόνι μπορούσαν να ζητήσουν, ούτε στη δαπάνη του ιδιωτικού σχολείου / νοσοκομείου μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Έτσι άρχισε να δημιουργείται μια σχετική αναταραχή, η οποία επεκτάθηκε με το πέρασμα του χρόνου και την αποκάλυψη ότι όλο και περισσότεροι πολίτες ενέπιπταν σε αυτή την κατηγορία.

Η δυσαρέσκεια έβαινε αυξανόμενη, καθόσον προσετέθησαν  οι "εμπειρίες" των πολιτών που είχαν κάνει χρήση του κουπονιού που δικαιούνταν και ανακάλυψαν ότι η μεταχείριση τους δεν ήταν ακριβώς ισότιμη και οι παρεχόμενες προς αυτούς υπηρεσίες ήταν αν μη τι άλλο β΄διαλογής - αν υπήρχε παροχή σε κάποιες περιπτώσεις.

Τα σημάδια κοινωνικής αναταραχής γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρα...

GatheRate

1 σχόλιο:

  1. οπότε που καταλήγουμε ? δεν πειράζουμε ούτε πέτρα απο το οικοδόμημα γιατί διαφορετικά ουαι κι αλίμονο μας ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή